-
41 ἀποτίθημι
A put away, stow away,δέπας δ' ἀπέθηκ' ἐνὶ χηλῷ Il.16.254
, cf. X.An.2.3.15;ἀ. εἰς δεσμωτήριον Lycurg.112
: metaph., 'pigeon-hole', class, Phlp. in Ph.361.22.II [voice] Med. ([tense] aor. I part.ἀποθησαμένη Hsch.
), put away from oneself, lay aside,τεύχεα κάλ' ἀποθέσθαι ἐπὶ χθονί Il.3.89
; τὴν Σκυθικὴν στολὴν ἀ. put it off, Hdt.4.78; ἀ. κόμας cut it off, in mourning, E.Hel. 367 (lyr., tm.); ἀ. τὸν νόμον set aside, i.e. disregard, the law, Th.1.77; ἀ. τὰν Ἀφροδίταν quell desire, E.IA 558 (lyr.);ἀ. ῥᾳθυμίαν D.4.8
, 8.46;ὀργήν Plu.Cor.19
;ἀρχήν Id.Pomp.23
.2 put away from oneself, avoid, ἀποθέσθαι ἐνιπήν wipe away the reproach, Il.5.492, cf. Hes.Op. 762;νόστον ἔχθιστον ἀπεθήκατο Pi.O.8.68
, cf. 10(11).40.3 put by for oneself, stow away, Ar.Eq. 1219, X.Cyr.6.1.15;ἀ. τροφὴν τοῖς νεοττοῖς Arist.HA 619a20
;ἀ. τινὰ εἰς φυλακήν Plb.23.10.8
; freq. of drugs, Dsc.4.136, al., cf. PEleph.12 (iii B.C.);ἐν φυλακῇ Ev.Matt. 14.3
.b bury, IG14.1974.4 put off, defer,E.
IT 376, Pl.Grg. 449b, X.Smp.2.7, etc.;εἰς τοὺς παῖδας ἀ. τὰς τιμωρίας Lys.Fr.53.3
.6 ἀπεθήκατο κόλπων, of a woman, laid down the burden of her womb, i.e. bore a child, Call.Dian.25;ἀ. ὠδῖνας Str.10.5.2
: but,7 μηδὲν ἀποτίθεσθαι τῶν γιγνομένων expose none of one's children, Arist.Pol. 1335b22.8 ἀ. χρόνον εἴς τι employ, bestow time upon it, Plb.18.9.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποτίθημι
См. также в других словарях:
Γύζης, Νικόλαος — (Σκλαβοχώρι Τήνου 1842 – Μόναχο 1901).Ζωγράφος. Η ζωή και η τέχνη του Γ. όπως παρουσιάζονται μέσα από την προσωπική αλληλογραφία, το ημερολόγιο και το ζωγραφικό έργο του, βαδίζουν παράλληλα σε μια συνεχή εσωτερική ψυχική και πνευματική ανοδική… … Dictionary of Greek
επιλαμβάνομαι — (AM ἐπιλαμβάνω μεσ. ἐπιλαμβάνομαι) [λαμβάνω] μέσ. καταπιάνομαι με κάτι, επιχειρώ (α. «ἡ δικαιοσύνη ἐπελήφθη τῆς ὑποθέσεως» β. «πράξεων μεγάλων καὶ λαμπρῶν ἀγώνων ἐπιλαβόμενος», Πλούτ.) αρχ. μσν. 1. συγκρατώ, εμποδίζω («τὴν ῥῑν’ ἐπιλαβοῡσα»,… … Dictionary of Greek
Confession inscriptions of Lydia and Phrygia — are Roman era Koine Greek religious steles from these historical regions of Anatolia (then part of Asia and Galatia provinces), dating mostly to the 2nd and 3rd centuries. They have provoked less discussion than one would expect. The new element… … Wikipedia
φυλακή — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Αποκορώνου, του νομού Χανίων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας οικισμός, τα Δράμια (υψόμ. 50 μ.). * * * η, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. φλακή Ν [φύλαξ, ακος]… … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… … Dictionary of Greek
κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… … Dictionary of Greek
προσγράφω — ΝΜΑ 1. προσθέτω κατά την γραφή το γράμμα ιώτα (ι) κοντά σε φωνήεν αντί υπογεγραμμένης 2. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) η προσγεγραμμένη το ι όταν τίθεται δίπλα σε φωνήεν αντί υπογεγραμμένης αρχ. 1. γράφω κάτι επί πλέον («ἄν τι προσγράψαι… … Dictionary of Greek
χαράκωμα — ώματος, το, ΝΑ [χαρακῶ / ώνω] πρόχειρο οχύρωμα με πασσάλους μπηγμένους στη γη ή από ταχύσκαπτο όρυγμα στο έδαφος νεοελλ. 1. η χάραξη παράλληλων γραμμών πάνω σε μια επιφάνεια, ρίγωμα 2. η δημιουργία χαραγών σε ένα αντικείμενο 3. στρ. α) τάφρος… … Dictionary of Greek
SATELLES — in Glossis Graeco Lat. Βασιλικοῦ σώματος φύλαξ, Imperatorii seu Regii corporis custos. Solebant enim illi Regium solium circumdare et Principis latus tueri. Unde Stat. Theb. l. 2. v. 384. de Etheocle, Ibi durum Etheoclea cernit Sublimen solio,… … Hofmann J. Lexicon universale